- μολπή
- η (ΑΜ μολπή)1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.)2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.)αρχ.1. άσμα με όρχηση, μέλος που συνοδευόταν με ρυθμικές κινήσεις προς τιμήν ενός θεού ή για διασκέδαση2. ωδή, άσμα (σε αντίθεση προς την όρχηση («μολπή τ' ορχηστύς τε», Ομ. Οδ.)3. (γενικά) διασκέδαση (ιδίως όταν συνοδεύεται με άσματα και χορούς).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ-, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *molp- τού ΙΕ τ. *mel-p- < ΙΕ ρίζα *mel- «μέλος τού σώματος, συνάπτω» (πρβλ. μέλπω) + κατάλ. -ή (πρβλ. μομφ-ή)].
Dictionary of Greek. 2013.